στήθεσσι

στήθεσσι
στή̱θεσσι , στῆθος
breast
neut dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γναμπτός — γναμπτός, ή, όν (Α) [γνάμπτω] 1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν») 2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη) 3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι») …   Dictionary of Greek

  • εισόκε — εἰσόκε( ν) και δωρ. τ. εἰσόκα (Α) 1. μέχρις ότου, μέχρι τού σημείου που («εἰς ὅ κε σ ἤ ἄλοχον ποιήσεται ἤ ὅ γε δούλην») 2. εφ όσον, τόσο χρόνο όσο («εἰς ὅ κ ἀϋτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ») …   Dictionary of Greek

  • επίφρων — ἐπίφρων, ον (Α) 1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ. β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν… …   Dictionary of Greek

  • καταδεύω — (Α) 1. περιχέω με υγρό, καταβρέχω («κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων», Ομ. Ιλ.) 2. συγκινούμαι («ὁ καταδευόμενος τῇ καρδίᾳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δεύω (Ι) «υγραίνω, βρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • κομπώ — (I) κομπῶ, έω (Α) [κόμπος (Ι)] 1. κροτώ, αντηχώ («ὧς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ, επικρούω πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του 3. κομπάζω. (II) κομπῶ, όω (Α) [κόμπος (Ι)] κομπάζω,… …   Dictionary of Greek

  • οιδαίν — οἰδαίνω και οίδάνω (ΑΜ) (κυριολ. και μτφ.) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί σε όγκο, να διογκωθεί, φουσκώνω, εξογκώνω 2. εξογκώνομαι, πρήζομαι (α. «καλέσας αὐτὸν Οἰδίποδα διὰ τὸ οἰδάνειν τοὺς πόδας αὐτοῡ», Μαλάλ. β. «ὅς τε [χόλος] καὶ ἄλλων οἰδάνει ἐν… …   Dictionary of Greek

  • περιπροχέω — Α (κυρίως στον Όμ.) (ιδίως το παθ.) περιπροχέομαι χύνομαι ολόγυρα, περιχύνομαι («οὐ γάρ πώ ποτέ μ ὧδε θεᾱς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + προχέω «χύνω προς τα εμπρός»] …   Dictionary of Greek

  • πολυκερδής — ές, ΝΑ 1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος 2. αυτός που κερδίζει πολλά αρχ. 1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.). επίρρ... πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ κατά τρόπο πολυκερδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… …   Dictionary of Greek

  • τέθηπα — Α 1. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος (α. «τοὺς πλουσίους ἐκπεπληγμένος καὶ τεθηπώς», Πλούτ. β. «τέθηπα ἀκούων», Ηρόδ. γ. «θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπε», Ομ. Οδ.) 2. (η μτχ. αορ. και παρακμ.) ταφών και τεθηπώς έκπληκτος, σαστισμένος (α. «ἔστητε… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”